ορθωσία

ορθωσία
Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247-239 π.Χ.) η πόλη αυτή αποτελούσε, μαζί με τη Δαμασκό, τα δύο σημαντικότερα ορμητήρια του Σέλευκου B’, πολιορκήθηκε από τον Πτολεμαίο αλλά δεν κυριεύτηκε. Η Ο. αναφέρεται και στα χρόνια του Ιουστινιανού ως μία από τις 14 πόλεις της επαρχίας Φοινίκης. Νομίσματα της εποχής της αυτονομίας της, με την επιγραφή ΟΡΘΩΣΙΕΩΝ, καθώς και των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, σώζονται έως σήμερα. 2. Πόλη της Καρίας, κοντά στα Αλάβανδα και στην αριστερή όχθη του Μαίανδρου. Κοντά στην πόλη αυτή, οι Ρόδιοι κατατρόπωσαν τους Κάρες. Όπως και η Ο. της Φοινίκης, αναφέρεται επίσης και στα χρόνια του Ιουστινιανού, συγκαταλεγόταν μάλιστα ανάμεσα στις 30 πόλεις της επαρχίας Καρίας. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως νομίσματα της πόλης, οι παραστάσεις των οποίων σχετίζονται κυρίως με τη λατρεία του Διόνυσου και τον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης.
* * *
ὀρθωσία, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὄρθωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθωσις, κατά τα ουσ. σε -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀρθωσία — Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθωσία — ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθωσίᾳ — ὀρθωσίᾱͅ , ὀρθωσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθωσίᾳ — Ὀρθωσίαι , Ὀρθωσία fem nom/voc pl Ὀρθωσίᾱͅ , Ὀρθωσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Ὀρθωσίας — Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem acc pl Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθωσίας — ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem acc pl ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθωσίαν — Ὀρθωσίᾱν , Ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθωσίαν — ὀρθωσίᾱν , ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθωσιέων — Ὀρθωσία fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”